- καρκινοειδής
- -ές (Α καρκινοειδής, -ές)1. όμοιος με καρκίνο*, με κάβουρα2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα καρκινοειδήζωολ. ομοταξία οστρακόδερμων αρθροπόδων που ζουν στις θάλασσες ή στα γλυκά νεράνεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το καρκινοειδέςιατρ. όγκος «μειωμένης κακοήθειας» που αναπτύσσεται από τα αργυρόφιλα κύτταρα τού πεπτικού σωλήνα και τού αναπνευστικού συστήματοςαρχ.όμοιος με άμβυκα, ένα είδος κυπέλλου, ποτηριού.επίρρ...καρκινοειδώςκατά τον τρόπο τού καρκίνου, με βάδισμα σαν τού κάβουρα, σαν τον κάβουρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < καρκίνος + -ειδής (< εἶδος), πρβλ. αλωπεκο-ειδής, σκωληκο-ειδής. Το επίρρ. καρκινοειδώς μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.